- πολύμορφος
- -η, -ο / πολύμορφος, -ον ΝΜΑαυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφέςνεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το πολύμορφοχημ. πολύμορφο σώμα2. φρ. α) χημ. «πολύμορφο σώμα» και «πολύμορφη ένωση» — ένωση που εμφανίζεται σε περισσότερες από μία διαφορετικές μορφές, όπως είναι λ.χ. το διοξείδιο τού πυριτίου, το οποίο απαντά στις μορφές χαλαζία, τριδυμίτη και χριστοβαλτίτηβ) «πολύμορφη συνάρτηση»μαθ. συνάρτηση που μπορεί να λάβει περισσότερες τιμές για την ίδια τιμή τής ανεξάρτητης μεταβλητής τηςγ) «πολύμορφο παραλήρημα»ιατρ. παραλήρημα στο οποίο παρατηρείται εναλλαγή διαφόρων μορφών παραληρητικών ιδεών, όπως είναι λ.χ. οι υποχονδριακές, οι μεγαλομανιακές κ.ά.αρχ.1. ο ευμετάβολος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύμορφοντο σφηνοειδές οστό.επίρρ...πολυμόρφως Αμε πολυμορφία, με πολλές μορφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -μορφος (< μορφή), πρβλ. εύ-μορφος, ποικιλό-μορφος].
Dictionary of Greek. 2013.